ἕρπις

ἕρπις
ἕρπις, , Egypt. word for
A wine, Hippon.51.2, f.l. for ὄλπιν in Sapph.51, cf. Tz.ad Lyc.579.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έρπις — ἕρπις, ὁ (Α) ονομασία τού κρασιού ή είδους κρασιού στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από αιγυπτ. irp «κρασί». Η δασύτητα της λ. έρπις οφείλεται μάλλον σε επίδραση τού ρ. έρπω] …   Dictionary of Greek

  • σατυρίαση — (Ιατρ.). Έξαρση της γενετήσιας ορμής, στον άντρα. Διακρίνεται σε τοξική σ., που είναι παροδική και οφείλεται στη χρήση ορισμένων φαρμάκων (φώσφορου κανθαριδίνης, στρυχνίνης, υοχιμβίνης) και νευρική σ., η οποία εμφανίζεται στην αρχή ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”